- συνεκβράσσω
- Α1. (για τη θάλασσα) βγάζω στην ξηρά, ξεβράζω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον2. παθ. συνεκβράσσομαι(κατά τον Ησύχ.) «συνεξεβράσθη, συνεξεβλήθη».[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκβράσσω «ξεβράζω, αποβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.